κλέφτης

κλέφτης
[клэфтис] ома. а. вор.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κλέφτης" в других словарях:

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — ο θηλ. κλέφτρα 1. αυτός που κλέβει: Κλέφτες μας έκλεψαν το σπίτι. 2. στην τουρκοκρατία, αυτός που έπαιρνε τα όπλα και ζούσε στα βουνά για να μην είναι δούλος στους Τούρκους: Οι κλέφτες και οι αρματολοί ενίσχυσαν σημαντικά την ελληνική επανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καρίβερος, Αθανάσιος — Κλέφτης από την Πάτρα. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης πολέμησε υπό τις διαταγές γνωστών καπεταναίων, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ζαχαριάς, ο Περδικούλιας και ο Καράμπελας …   Dictionary of Greek

  • Μαυροδήμος — Κλέφτης από το Ξηρομέρι. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1769 μαζί με τους Γρίβα, Λαχούρη, Τσέλιο κ.ά. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους λίγους αγωνιστές που σώθηκαν από τη μάχη που έλαβε χώρα κοντά στον οικισμό Αγγελόκαστρο …   Dictionary of Greek

  • Τζίκαλος — Κλέφτης των αρχών του 18ου αι. Στις 13 Απριλίου 1728, σε μάχη στη Βατσουνιά της περιοχής Τρικάλων, νίκησε και διέλυσε αλβανικό σώμα …   Dictionary of Greek

  • Χονδρογιάννης — Κλέφτης. Καταγόταν από τα Μαζέικα της Αχαΐας. Έζησε στο τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. Πρωτοστάτησε στα πρώτα επαναστατικά γεγονότα στην Πελοπόννησο και διακρίθηκε για την ανδρεία του …   Dictionary of Greek

  • Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… …   Wikipedia

  • κολοκοτρώνης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, η δράση των οποίων εκτείνεται στην προεπαναστατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης καθώς και μετά την απελευθέρωση. Η οικογένεια καταγόταν από την Πελοπόννησο και πολλά μέλη της διαδραμάτισαν… …   Dictionary of Greek

  • ψεύτης — ο, θηλ. ψεύτρα / ψεύστης, θηλ. ψεύστρια, ΝΜΑ, θηλ. και ψεῡστις, εύστιδος, και ψεύστειρα Α άτομο που λέει ψέματα, που χρησιμοποιεί το ψέμα για να εξαπατήσει τους άλλους (α. «αποδείχθηκε ότι είναι ψεύτης» β. «...ἀεὶ ψεῡσται, κατὰ θηρία...», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek

  • αλογοκλέφτης — ο κλέφτης αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + κλέφτης] …   Dictionary of Greek

  • βοοκλόπος — βοοκλόπος, ον (AM) κλέφτης βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + κλοπος < κλοπός («κλέφτης») < κλέπτω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»